- έρχομαι
- και έρχουμαι (AM ἔρχομαι)1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου»)2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον ἐλεύσεται», Ομ. Οδ.β. «ήρθα πάλι»3. φθάνω σε κάποιον τόπο (α. «θα έρθει με το τελευταίο τρένο» β. «μετά δε ταῡτα χωρισθεὶς ὁ Παῡλος ἐκ τῶν Ἀθηνῶν ἧλθεν εὶς Κόρινθον», ΚΔ.)4. (για εξωτερικά ερεθίσματα, ήχους, φωνές) γίνομαι αντιληπτός, ακούγομαι («τὸν δ’ αἶψα περὶ φρένας ἤλυθ’ ἰωή», Ομ. Ιλ.)5. προέρχομαι, έχω την προέλευση ή την αρχή (α. «καὶ οὖν καὶ ἄρτι ἀπ’ ἐκεῖνον ἔρχομαι», Πλάτ.β. «απ’ την κουταμάρα του ήρθε όλο το κακό»)6. προβαίνω σε κάποια ενέργεια (α. «πρώτον έρχομαι να ρωτήσω για την καλή σου υγεία» β. «ἐγὼ δὲ περὶ μὲν τούτων οὐκ ἔρχομαι ἐρέων», Ηρόδ.)7. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (α. «οὐ γὰρ ἦλθον ἵνα κρίνω τον κόσμον», ΚΔβ. «δεν ήρθα για καλό»)8. (για φυσικά φαινόμενα) εμφανίζομαι, καταφθάνω («ήρθε ένας βοριάς!»)9. (για χρονικές διαιρέσεις, εποχές, ώρες) φθάνω (α. «εἰς ὅ κεν’ ἔλθῃ νὺξ ἀβρότη» — όταν θα πέσει η νύχτα, Ομ. Ιλ.β. «ήρθε το καλοκαίρι»)10. καταλαμβάνω κάποιον αιφνιδίως (α. «μού ήρθε ζάλη» β. «μού ήρθε κουτί» [ενν. η τύχη]συνέβη κάτι χωρίς να τό περιμένω ενώ τό επιθυμούσαγ. «τοιάδ’ ἐπ’ αὐτοὺς ἦλθε συμφορά πάθους», Αισχυλ.)11. φρ. «έρχομαι στον εαυτό μου», «εἰς ἐμαυτὸν ἔρχομαι» — συνέρχομαι, ξαναβρίσκω τις αισθήσεις μου ή την ψυχική μου ισορροπίανεοελλ.1. καταλαμβάνω ορισμένη θέση («ήρθε πρώτος στον διαγωνισμό»)2. (η μτχ. ενεστ.) ερχόμενος, -η, -οο προσεχής, αυτός που ακολουθεί αμέσως («στο ερχόμενο μάθημα»)3. (η προστ.) έλαα) ως προτρεπτικό («έλα, εμπρός, δρόμο»)β. για υπερβολή («έλα, τά παραλές»)γ) σε συνεκφορά με το δα για δήλωση θαυμασμού ή αμφιβολίας («έλα δα, μη μάς τά λες τόσο τραγικά»)δ. σε συνεκφορά με το μα για δήλωση αντίθεσης («έξυπνο παιδί, μα έλα που είναι πεισματάρικο»)4. φρ. α) «ήρθε η ώρα» — έφτασε η κατάλληλη στιγμήβ) «ήρθε η ώρα μου» — έφτασε η στιγμή τού θανάτου μουγ) «έρχεται ο καιρός μου» — ωριμάζωδ) «έρχομαι στον κόσμο» — γεννιέμαιε) «έρχομαι στο φως» — αποκαλύπτομαι, φανερώνομαιστ) «έρχομαι στα πράγματα» — αναλαμβάνω την εξουσίαζ) «έρχομαι πρώτα ή πριν» — προηγούμαιη) «πάει κι έρχεται» — κάπως υποφέρεταιθ) «πάει κι έλα» — μετάβαση με επιστροφή («ένα εισιτήριο πάει κι έλα»)ι) «το πήγαιν’ έλα» — η συχνή μετακίνησηια) (ως χαιρετισμός για κάποιους που φθάνουν) «καλώς ήρθες» — καλώς όρισεςιβ) «έρχομαι ώς, ίσαμε» — φθάνω σε ύψος μέχρι κάποιο σημείο («τού έρχεται ως τους ώμους»)ιγ) «λέει ό,τι τού ‘ρθει» — λέει λόγια χωρίς να τά σκεφθείιδ) «μού ‘ρχεται κεραμίδα, κόλπος» — εκπλήττομαι, απομένω με ανοιχτό το στόμαιε) «μού ‘ρχεται καλά, κουτί» — μού ταιριάζει απόλυταιστ) «τί μού ‘ρθε;» — τί μ’ έπιασε (ποιά διάθεση με κατέλαβε;)ιζ) «μού ‘ρθε στον νου» — ξαφνικά θυμήθηκαιη) «έρχομαι σε κίνδυνο» — διακινδυνεύωιθ) «έρχομαι σε ρήξη, σε λόγια» — διαφωνώ έντονα, λογοφέρνωκ) «ἐρχομαι σε απελπισία» — απελπίζομαικα) «ἐρχομαι σε ευθυμία, στο κέφι» — ευθυμώ, μεθώκβ) «έρχομαι σε ηλικία» — γερνώκγ) «ήρθαν στα χέρια» — συνεπλάκησανκδ) «έρχομαι στα λόγια σου» — αρχίζω να συμφωνώ μαζί σουκε) «δεν έρχεται σε λογαριασμό» — είναι απροσάρμοστος, άκαμπτοςκστ) «έρχεται άσχημα» — είναι άσχημοκζ) «όσα πάνε κι όσα έρθουν» — για άσωτους που δεν τους κάνουν αίσθηση οι μεγάλες δαπάνεςκη) «πηγαίνω κι έρχομαι» — σείομαι5. παροιμ. «Γιάννης πήγε, Γιάννης ήρθε» — για ανόητους που δεν κάνουν καμία πρόοδομσν.1. αρχίζω2. γεννιέμαι3. φρ. α) «ἔρχομαι εἰς γνώρα» — συνετίζομαι, αναγνωρίζω το σωστόβ) «ἔρχομαι εἰς λόγον» — συμφωνῶγ) «ἔρχομαι εἰς λογία» — συζητώή φιλονεικώδ) «ἔρχομαι εἰς νοῡν ή κατά νοῡν» — συνέρχομαιε) (για στρατεύματα) «ἔρχομαι τῆς γῆς» — αποβιβάζομαιαρχ.-μσν.πορεύομαι, βαδίζωαρχ.1. διέρχομαι,περνώ από κάποιο τόπο2. συναθροίζομαι («καὶ ἐκέλευσεν ἐλθεῑν τοὺς ἀρχιερεῑς καὶ ὅλον τὸ συνέδριον αὐτῶν», ΚΔ)3. φρ. α) «ἐπί πᾱν ἦλθον» — δοκίμασα κάθε μέσοβ) «εἰς λόγους ἔρχομαι» — συνομιλώγ) «εἰς ὄψιν ἔρχομαι» — βλέπω προσωπικάδ) «εἰς χεῖρας ἔρχομαι» — συμφιλιώνομαιε) «εἰς ὀργὰς ἔρχομαι» — οργίζομαι με κάποιονστ) «παρά μικρόν, παρ’ ὀλίγον ἔρχομαι» — παρά λίγο να... ζ) «εἰς ἡλικίαν ἔρχομαι» — φθάνω σε ορισμένη ηλικίαη) «εἰς ἀσθενὲς ἔρχομαι» — φθάνω σε αδύνατο συμπέρασμαθ) «ἔρχομαι παρά τινα» — συνουσιάζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < *hέρ-χο-μαι με ανομοίωση δασέων και επίθημα -χε / -χο. Ο συσχετισμός με αλβ. erdha «ήρθα» ή με αρχ. ιρλ. eirg «ἐλα» και με αρχ. ινδ. rghāyati «σείομαι, εφορμώ» δεν φαίνεται βάσιμος. Κατ’ άλλη δε άποψη, ο τ. έρχομαι ανάγεται σε τ. *έρ-σκ-ομαι (με επίθημα -σκ-), οπότε συνδέεται με αρχ. ινδ. rcchati «καταφέρνω», χεττ. ar-sk «πετυχαίνω, εισβάλλω», το χ. Α ar-s, το χ. Β er-s «προέρχομαι, παράγω».ΣΥΝΘ. ανέρχομαι, απέρχομαι, διέρχομαι, εισέρχομαι, εξέρχομαι, επέρχομαι, κατέρχομαι, μετέρχομαι, παρέρχομαι, περιέρχομαι, προέρχομαι, προσέρχομαιαρχ.υπέρχομαινεοελλ.αντεπεξέρχομαι, αντιπαρέρχομαι, διεξέρχομαι, επανέρχομαι, ξαναέρχομαι, ξανάρχομαι, πηγαινοέρχομαι, συχνοέρχομαι, υπεισέρχομαι].
Dictionary of Greek. 2013.